*Γράφει Η Ελένη Καπλάνη
Πρώτος ο Bateman το 1965, όρισε την απόκλιση του νοητικού δυναμικού από την ακαδημαϊκή επίδοση ως κριτήριο διάγνωσης των μαθησιακών δυσκολιών. Μέχρι και σήμερα, το κυριότερο διαγνωστικό κριτήριο για τις Μαθησιακές Δυσκολίες είναι αυτό της απόκλισης , όμως τα τελευταία χρόνια αρκετοί επιστήμονες έχουν αρχίσει να αμφισβητούν την απόκλιση ως το μοναδικό κριτήριο διάγνωσης
Οι κύριοι λόγοι αμφισβήτησης έγκεινται κυρίως στον τρόπο μέτρησης του δείκτη της νοημοσύνης , στον τύπο νοημοσύνης που αξιολογείται, στον τρόπο αξιολόγησης του μαθησιακού δυναμικού, στον τρόπο υπολογισμού της απόκλισης και του προσδιορισμού εκείνου του μεγέθους της, το οποίο θα απαιτείται για μια ασφαλή διάγνωση και τέλος στην άποψη ότι η νοημοσύνη σχετίζεται με τη σχολική επίδοση.
Μερικοί ακόμα λόγοι αμφισβήτησης του κριτηρίου της απόκλισης, είναι ότι για να διαγνωσθεί ένας μαθητής ως μαθητής με Μαθησιακές Δυσκολίες πρέπει να περάσει ένα μακρύ χρονικό διάστημα ώστε να αποτύχει και να πιστοποιηθεί η απόκλιση. Κατά τη διάρκεια αυτού του διαστήματος όμως, στο μαθητή δε παρέχονται υπηρεσίες ειδικής αγωγής και τα ακαδημαϊκά του προβλήματα διογκώνονται. Επίσης, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός λειτουργικός ορισμός της απόκλισης, με συνέπεια τα αποτελέσματα της αξιολόγησης να μην αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Ακόμη, υπάρχουν παράγοντες όπως η φωνολογική επίγνωση που επηρεάζουν τις Μαθησιακές Δυσκολίες αλλά δεν αξιολογούνται από τις δοκιμασίες του δείκτη νοημοσύνης. Αντίθετα, οι δοκιμασίες του δείκτη νοημοσύνης εμπεριέχουν παράγοντες που επηρεάζονται από τη φτωχή αναγνωστική ικανότητα, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και το μέγεθος της απόκλισης.
Σίγουρο είναι ότι με τη μέθοδο προσδιορισμού της απόκλισης, πολλά παιδιά με υψηλό δείκτη νοημοσύνης “υποδιαγνώστηκαν ” ως μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες και παιδιά με χαμηλό δείκτη, ”.“υπερδιαγνώστηκαν.
Καθώς το κριτήριο της απόκλισης μεταξύ νοημοσύνης και σχολικής επίδοσης έχει αμφισβητηθεί έντονα, νέες μέθοδοι προσδιορισμού των Μαθησιακών Δυσκολιών έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια. Κάποιες από αυτές τις μεθόδους είναι:
– Η χρήση τύπων απόκλισης που προκύπτουν από ψυχομετρικές δοκιμασίες. Για παράδειγμα, απόκλιση μεταξύ ακουστικής και αναγνωστικής κατανόησης, απόκλιση ανάμεσα στην πραγματική και στην αναμενόμενη επίδοση με βάση την ηλικία ή την τάξη , ενδοατομικές διαφορές σε ορισμένες γνωστικές δεξιότητες.
– Η αξιολόγηση της ανάπτυξης συγκεκριμένων γνωστικών δεξιοτήτων ή άλλων χαρακτηριστικών, όπως η φωνολογική επεξεργασία, το λεξιλόγιο και η κατανόηση προφορικού λόγου.
– Η Ανταπόκριση στη Παρέμβαση (Response-to-intervention), η οποία υποστηρίζει ότι Μαθησιακές δυσκολίες έχει ένας μαθητής όταν συνεχίζει να έχει δυσκολίες παρά τις έγκυρες παιδαγωγικές παρεμβάσεις που έχει δεχθεί.
– Τα Ψυχομετρικά κριτήρια νέας γενιάς τα οποία αξιολογούν την ψυχογλωσσική επάρκεια, τη γνωστική ικανότητα και τις επιμέρους λειτουργίες της και εντοπίζουν ενδοατομικές διαφορές στη νοητική λειτουργία.
Η Ανταπόκριση στη Παρέμβαση και η χορήγηση Ψυχομετρικών διαγνωστικών εργαλείων νέας γενιάς, είναι ο πιο ασφαλής τρόπος εντοπισμού των παιδιών με Μαθησιακές Δυσκολίες και εξαλείφει τον κίνδυνο υπερ ή υπο-διάγνωσης.
*Η Καπλάνη Ελένη είναι Ειδική Παιδαγωγός με Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Ψυχοπαιδαγωγική των Ειδικών Εκπαιδευτικών Αναγκών- Ψυχοπαιδαγωγική της Ένταξης και Υπεύθυνη Διάγνωσης των Μαθησιακών Δυσκολιών